- ἀσκαλώνιον
- ἀσκᾰλώνιον κρόμυον Syrian onion,A Allium Cepa, Diocl.Fr.120, Thphr.HP7.4.7, Plin.HN19.101. (Hence Eng. shallot, which however is applied to κρόμυον σχιστόν; v. κρόμυον.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασκαλώνιον — ἀσκαλώνιον, το (AM) μσν. μέτρο για κρασί αρχ. είδος κρεμυδιού της Συρίας («ἀσκαλώνιον κρόμυον»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουδ. του επιθ. Ασκαλώνιος «αυτός που προέρχεται από την Ασκάλωνα (πρβλ. Ασκάλων). Μέσω του λατ. ascalonia (caepa) *scalōnia «το κρεμύδι… … Dictionary of Greek
σκαλώνια — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) είδος κρεμμυδιών τής Συρίας, τα ασκαλώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀσκαλώνια, με σίγηση τού αρκτικού α (βλ. και ασκαλώνιον)] … Dictionary of Greek